κλοτσιά

κλοτσιά
η (Μ κλοτσιά και κλοτσέα)
1. χτύπημα με το πόδι, λάκτισμα (α. «τού έδωσε μια κλοτσιά στην κοιλιά και τόν έριξε κάτω» β. «ο ποδοσφαιριστής με μια δυνατή κλοτσιά κατόρθωσε να βάλει το τρίτο γκολ»)
2. φρ. «τόν έδιωξε με τις κλοτσιές» — τόν έδιωξε με πολύ άγριο και άσχημο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλοτσῶ ή < κλότσος + κατάλ. -έα, που με καταβιβασμό τού τόνου και συνίζηση έδωσε -ιά].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κλοτσιά — η χτύπημα με τα πόδια: Έφαγε μια κλοτσιά στην κοιλιά κι έπεσε κάτω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κρούω — (AM κρούω) 1. χτυπώ, πλήττω (α. «κρούσας δέ πλευρά», Ευρ. β. «κρούειν δὲ τοῑς ποσὶ τὴν γῆν ἐφ ἧς βεβηκότες ἧσαν», Αρρ.) 2. πλήττω τις χορδές έγχορδου μουσικού οργάνου ή, γενικά, παίζω μουσικό όργανο («ψῆλαι καὶ κρούειν τῷ πλήκτρῳ», Πλάτ.) νεοελλ …   Dictionary of Greek

  • αντιλακτίζω — ἀντιλακτίζω (Α) 1. ανταποδίδω λάκτισμα, κλοτσιά 2. λακτίζω, κλοτσώ …   Dictionary of Greek

  • κλοτσάτο — κλοτσάτο, τὸ (Μ)[κλότσος] 1. κλοτσιά* 2. παιχνίδι με κλοτσιές …   Dictionary of Greek

  • κλοτσηδόν — επίρρ. 1. με κλοτσιές, κλοτσώντας 2. μτφ. με άσχημο ή βάναυσο τρόπο («τόν πέταξε έξω κλοτσηδόν»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κλοτσιά + επιρρμ. κατάλ. ηδόν, δηλωτική τού τρόπου, πρβλ. βουστροφ ηδόν, πρην ηδόν] …   Dictionary of Greek

  • κλοτσιάρης — ο (Μ κλοτσιάρης) [κλοτσιά] αυτός που έχει συνήθεια να δίνει κλοτσιές …   Dictionary of Greek

  • κλοτσώ — (Μ κλοτσῶ, άω) [κλότσος] χτυπώ κάποιον ή κάτι με το πόδι μου, δίνω κλοτσιά σε κάποιον ή σε κάτι, λακτίζω («ήταν τόσο εξαγριωμένος ώστε άρχισε να κλοτσάει ό,τι έβρισκε μπροστά του») νεοελλ. 1. έχω τη συνήθεια να δίνω κλοτσιές («αυτό το άλογο δεν… …   Dictionary of Greek

  • κλωτσιά — η (Μ κλωτσιά) βλ. κλοτσιά …   Dictionary of Greek

  • κλότσημα — το [κλοτσώ] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού κλοτσώ, κλοτσιά, λάκτισμα 2. (για τα πυροβόλα όπλα) η προς τα πίσω κίνηση που γίνεται κατά την εκπυρσοκρότηση, ανατροχασμός …   Dictionary of Greek

  • κλότσος — ο (Μ κλότσος) κλοτσιά νεοελλ. φρ. «είναι τού κλότσου και τού μπάτσου» για άνθρωπο στον οποίο οι άλλοι δεν δίνουν καμιά σημασία και τόν κάνουν ό,τι θέλουν. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. λατ. calcio φτέρνα, λάκτισμα» < λατ. calx, cis «φτέρνα»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”